σοφιστοῦ

σοφιστοῦ
σοφιστής
master of one's craft
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λασίσματα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὡς σοφιστοῡ τοῡ Λάσου καὶ πολυπλόκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Λάσος (αρχαίος ποιητής) με επίδραση τής λ. σόφ ισμα] …   Dictionary of Greek

  • πάρδαλις — άλεως, η, ΝΜΑ, πόρδαλις, ὁ, Α παλαιά λόγια ονομασία γένους αιλουροειδών και ειδικότερα τής λεοπάρδαλης και τού οσελότου (α. «πόρδαλις ὁ ἄρσην ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις», Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν β. «πόρδαλιν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες Ἀττικοὶ πάρδαλιν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”